ξεκουφαίνομαι

ξεκουφαίνομαι
ξεκουφαίνομαι, ξεκουφάθηκα βλ. πίν. 45

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • καταβομβώ — καταβομβῶ, έω (AM) κάνω πολύ θόρυβο αρχ. παθ. καταβομβοῡμαι, έομαι χάνω την ακοή μου από πολύ δυνατό ήχο, ξεκουφαίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”